μαρια τοπαλη

Υπό μορφή συνέντευξης

Ποια σχέση σας συνδέει με τις λεγόμενες «Δυτικές Συνοικίες»;

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καλλιθέα, κοντά στον Πράσινο Μύλο. Ανήκει, νομίζω, στον δήμο Θεσσαλονίκης αλλά βρίσκεται έξω από τη δυτική πορτάρα και, επίσης, συνορεύει με τις Συκιές, ίσως με τη Νεάπολη οπωσδήποτε με τη Βάρνα. Η Βάρνα στην πραγματικότητα είναι μια πόλη της Βουλγαρίας, στα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Ο παππούς μου ήρθε από τον Εύξεινο Πόντο. Όταν κατέληξε, μετά από πολλά χρόνια διαμονής στο νομό Έβρου, να γίνει κάτοικος Θεσσαλονίκης, προτίμησε αυτή τη δυτική περιοχή γιατί είχε υψόμετρο. Η ποντιακή του πατρίδα βρισκόταν σε ύψος 1600 μέτρων, και παραπάνω. Η θάλασσα, ήταν γι’ αυτόν ένας βρωμερός και επικίνδυνος τόπος θανάτου. Στην Καλαμαριά, στο στρατόπεδο, οι πρόσφυγες συνέχισαν να πεθαίνουν μαζικά από τις ασθένειες και τις κακουχίες. Η περιοχή ήταν βάλτος. Στην Καλλιθέα, έλεγε ο παππούς μου, το κλίμα ήταν «υγιεινό».

Όλα αυτά και άλλα είναι περίπου γνωστά και τα μοιράζομαι με εκατοντάδες, χιλιάδες ίσως άλλους ανθρώπους. Στην Καλλιθέα εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες και στα αυτιά μας καμπάνιζε, καθώς μεγαλώναμε, η βαριά ποντιακή προφορά μαζί με σλάβικες λέξεις όπως: Βάρνα. Αυτή Βάρνα όμως, απείχε μόλις ένα χιλιοστό από τα πασίγνωστα «φροντιστήρια Σβάρνα» όπου πήγαινε ο κόσμος να μάθει ξένες γλώσσες τη δεκαετία του 60 και του 70. Χάρη στο google πληροφορήθηκα ότι μεταλλάχθηκαν και παραμένουν στον ίδιο πάνω-κάτω κλάδο δραστηριότητας, στην ίδια πόλη. Τι είναι λοιπόν τα δυτικά; Είναι ψηλά, με μακρινή τη θέα του λιμανιού, όπου κάθε Σεπτέμβριο πέφτουν πυροτεχνήματα στη διάρκεια της Έκθεσης και τα καράβια στολίζονται με φωτεινές αλυσίδες. Την ίδια εποχή, υπάρχουν παγωτά. Σώμα ξεκούραστο και γυμνασμένο από το καλοκαίρι, πυροτεχνήματα, παγωτά. Ο Σεπτέμβριος στα δυτικά δονείται στην τέλεια συχνότητα.

Η γιαγιά μου όμως έρχεται από το νότο και φορά μαύρο τσεμπέρι. Όταν μας επισκέπτεται, κατεβάζει το μαύρο που της φράζει το στόμα για να μιλήσει. Μυρίζει γιαγιαδίλα, δεν είναι και πολύ ωραίο. Ο παππούς, με τον οποίο συγκατοικούμε, είναι ο αρχηγός: αυτός επέλεξε τον τόπο εγκατάστασής μας, έχτισε το σπίτι, έχει χρήματα. Ο παππούς, μυρίζει μελισσοκέρι και καπνό. Είναι μελισσοκόμος. Οι μέλισσες κατοικούν κι αυτές στα δυτικά και συγκεκριμένα στην ταράτσα του σπιτιού μας. Η γιαγιά μου, ωστόσο, η Ρουμελιώτισσα, κάνει κι αυτή χρήση της εξωτικής συλλαβής «ΣΒ»: «μη σβαρνιέσαι χάμου!»

Υπάρχει, ακόμα, η σβούρα, μέχρι τη στιγμή που γεννιέται, σε ένα εντελώς διαφορετικό γεωγραφικό πλάτος, η μικρή μου κόρη. Γιατί, λίγο μετά, θα την πει «ΣΓούρα» βάζοντας ένα κάποιο τέλος σε όλα αυτά. Γιατί και ο πατέρας μου, ο Ρουμελιώτης, κι αυτός κατέφυγε στα δυτικά (και βόρεια). Στους μετεμφυλιακούς χωματόδρομους των δυτικών συνοικιών οι δηλωσίες της Μακρονήσου μεγαλώνουν, σφιχταγκαλιασμένοι με τους ταγματασφαλίτες, τα παιδιά τους. Τα περισσότερα παιδιά ανήκουν και στις δυο πλευρές, γιατί τα δυτικά είναι ένας τόπος μίξης. Αντίθετα, οι παλιές μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Θεσσαλονίκη, η Αλεξάνδρεια, διατηρούσαν τα στεγανά ανάμεσα στις φυλές. Οι άνθρωποι εκεί δεν πολύ-ανακατεύονταν κι ας μας αρέσει τώρα να τις λέμε χωνευτήρια. Ανοησίες. Μόνο στο μάτι του ποιητή γινότανε ανάμειξη, και αν. Τι να συνέβαινε, ωστόσο, στα παρχάρια, στα θερινά, δηλαδή, βοσκοτόπια του ορεινού Πόντου, όταν νεαρές Πόντιες ξεκαλοκαίριαζαν μονάχες με τα ζώα στα 2000 μέτρα και, λίγο πιο κει, οι Κούρδοι (και πριν από αυτούς οι Σελτζούκ) έστηναν τα δικά τους γλέντια; Το λέει κι η βιβλιογραφία. Έρωτες και συμπεθεριάσματα στην εξοχή. Από την πίσω πλευρά των βουνών ξεκινούσε ο ρους του Τίγρη και του Ευφράτη. Στα μωσαϊκά των δυτικών συνοικιών, ανάμεσα σε μικρούς κήπους με τριαντάφυλλα και βράχους που ανατινάχθηκαν αργότερα για να δώσουν οικοδομήσιμη γη, χτυπούσαν μερικές φορές τα πόδια τους οι βραχύσωμοι Πόντιοι και οι Πόντιες, σε ρυθμούς που κατέφθαναν από το υπερπέραν, από τα παρχάρια. Στην Έξοδο, οι ρυθμοί έφυγαν προς τα δυτικά. Η δυτική πλευρά είνα, άλλωστε, η έξοδος της πόλης. Όλων των πόλεων. Όλων των τόπων. Δεν υπάρχει επιστροφή στην ανατολή. Όταν φεύγουμε, πηγαίνουμε πάντα προς τη δύση. Δίπλα στις δυτικές συνοικίες, το ξέρετε κι απ’ την Αθήνα αυτό, κυλάει ο ιμάντας του εθνικού οδικού δικτύου αλλά κι ο σιδηρόδρομος. Αν θέλεις να φύγεις, θα περάσεις από κει. Εμείς όμως, που μεγαλώσαμε σε αυτά τα μέρη, είχαμε συνέχεια στο αυτί μας το βουητό του φευγιού.

Πείτε μας για τη λεμονιά

Τη λεμονιά πιστεύω ότι την φύτεψε η θεία Γεωργία. Εκτός από μέλισσες στην ταράτσα κατά καιρούς είχαμε και κότες στην αυλή. Σημαντικότερο όλων το σκάμμα, που το γέμιζαν με άμμο από τη θάλασσα ΚΑΙ κοχύλια. Ερχόταν ένα φορτηγό στα ψηλά των δυτικών συνοικιών και αναποδογύριζε την καρότσα του στην αυλή μας, γεμίζοντας το σκάμμα με άμμο. Αυτή ήταν η άμμος για να παίζουμε, με νερό ή χωρίς αλλά με μπόλικα λευκά κοχύλια. Η λεμονιά, ήταν λίγο πιο κάτω. Το σπίτι δυσκολεύτηκα να το αναγνωρίσω γιατί έχουν προστεθεί όροφοι, η αυλή τσιμεντώθηκε και το πλαισιώνουν κτίρια εντελώς διαφορετικά. Είναι ωστόσο εντυπωσιακό που η λεμονιά έχει σωθεί. Θα πρέπει να είναι πενηντάρα, σαν κι εμένα. Την έχω καημό. Όπου κι αν δω λεμονιές, εδώ κι εκεί, τη σκέφτομαι. Είναι της θείας Γεωργίας, άρα δικιά μου και είναι εκεί, πήγα και τη βρήκα πέρσι. Γεμάτη λεμόνια στο καταχείμωνο, στην παγωνιά. Αδύνατο, καθώς βλέπετε, να αποφύγει κανείς σε αυτές τις αφηγήσεις τον συναισθηματισμό. Θυμάμαι, κατόπιν, το τραγούδι με τον καημό της μέριμνας: «είχα φυτε-έψει λεμο-ονιά, και πάω να την ποτίσω». Σου λείπει αυτό που δεν μπορείς να το φροντίσεις πια. Αγιάτρευτο πράγμα.

Και η τελευταία ερώτηση: πώς τοποθετούνται οι δυτικές συνοικίες σε σχέση με το κέντρο;

Οι δυτικές συνοικίες εκβάλουν στο κέντρο, από το οποίο είναι φυσικά διαρκώς εξόριστες. Οπότε μην περιμένετε να του φέρονται με το «σεις» και με το «σας», ιδιαίτερα στις πρώτες επαφές. Δεν είναι και τίποτε πολύ πρωτότυπο αυτό. Από την άλλη μεριά όμως, θυμηθείτε κι αυτό που σας είπα για την έξοδο: όταν βρίσκεται κανείς συνεχώς δίπλα στη βουή του αυτοκινητόδρομου, πλάι στον θόρυβο του τρένου, πόσο παραμύθι να του πουλήσει το κάθε κέντρο; Μπορεί να είχαμε τα προβλήματά μας εκεί στα δυτικά, αλλά γνωρίζουμε από νωρίς ότι ο κόσμος είναι μια πίστα σε διαρκή μετακίνηση. Δεν μας κορόιδευες εύκολα με χαμένα κέντρα και τέτοια.