μαρια μιχου

μήτρα γης ορίζοντας

Nothing

carries me or makes me carry an idea: not longing

and not promise. What will I do? What

will I do without exile, and a long night

that stares at the water?i

Ο θεός της προσφυγιάς να δει με σπλάχνος

τ’ άρμενό μας, που σήκωσε πανιά

από τ΄ αμμουδερά του Νείλου τα σαγόνια.

Φεύγουμε, αφήνοντας πίσω

γη θεϊκή, της Συρίας γειτόνισσα.

Φωνή λαού για φόνου κρίμα

δε μας στέλνει σ’ εξορία

αλλά φόβος αντρών συγγενών,

μόλεμα, γάμος βρόμικος

με τα παιδιά του Αιγύπτου.ii

Σπέρμα σεμνής μεγάλης μάνας,

σπέρμα μου, κάνε να βγω παρθένα

απ’ τα στρωσίδια των αντρών κι αβάτευτη.iii

Σιωπή.

Ελάτε μαζί μου στο μεγάλο κρεβάτι κι ας

Περιμένουμε.

Τίποτε.

Σιωπή.

Είμαι παγωμένη απ’ την τρέλα.

Γ.Α.: Θέλετε κάτι να προσθέσετε;

M.N.: Δεν ξέρω να προσθέτω. Ξέρω μόνο

να δημιουργώ. Μόνο αυτό.’iv

Εδώ θα σας γράψω πώς έφτιανε η μανούλα μου τα ρούχα που φοράγαμε. […] Τα ρούχα μας ήταν υφαντά στον αργαλειό και για να γίνουν έπρεπε να νέσουμε το φάδι. Το φάδι λοιπόν γινότανε ως εξής: Εσπέρναμε το μπαμπάκι, το μπαμπακόσπορο, το σκαλίζαμε, το ποτίζαμε και όταν εγινότανε, ανοίγανε τα καρίκια, έτσι τα λέγανε. Κάθε καρίκι που γινότανε άνοιγε το τσόφλι κι έβγαινε το μπαμπάκι άσπρο κι εμείς το μαζεύαμε, το βάζαμε στον ήλιο και το στεγνώναμε καλά.’v

 

Παίρνω τώρα καταπόδι με το νου της μητέρας μου

τα χνάρια τα παλιά στους ανοιχτούς ανθώνες,

στα λιβάδια με τα χόρτα τα πυκνά,

όθε φεύγει απ’ τη μύγα κινημένη

η Ιώ, με το νου της σαλεμένο,

ώσπου, περνώντας κι αφήνοντας πίσω

τις φυλές των ανθρώπων, βρήκε καταφυγή,

κατά το ριζικό της, στη χώρα την αντίπερα,

το φουσκωμένο Βόσπορο ξεσκίζοντας στα δύο.’vi

 

Εκεί οι περισσότεροι είμαστε φτωχοί. Απ’ όλα τα σπίτια, είναι ζήτημα αν το 15% είχανε κρεβάτια, οι άλλοι κοιμόμαστε στρωματσάδα, δεν είχαμε κομφόρτ. Είμαστε φτωχοί αλλά νοικοκυραίοι. Τα περισσότερα σπίτια ήταν μονώροφα με αυλές μεγάλες για να μπαίνει το γαϊδούρι φορτωμένο. Λουλούδια είχαν πολλά στις αυλές, γλάστρες, παρτεράκια… Το κάθε σπίτι είχε την αποθήκη του για τη σταφίδα, είμαστε αγροτικός πληθυσμός.’vii

Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες

ίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτια

ανασαίνοντας με ρυθμό

και το αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο.

Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτια

όταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιές

κατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλων

που γαβγίζουν.

Ε μέλλει γνώσεσθαι ατήν έλεγαν

ες ψυχν βλεπτέον, έλεγαν

και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου

μέσα στο ηλιόγερμα.

Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα

που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.

Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς

κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά

κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο

και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.’viii

Επιβίωναν μέσα σε βαρύ πένθος, ανάμεσα σε ανθρώπους τρελαμένους από τη δυστυχία. Μόνο η ελπίδα να ξαναδούν τα παιδιά και τα αδέλφια τους τούς στήριζε. Με όλη τους τη δύναμη οι τρεις γυναίκες προσπαθούσαν να αρχίσουν και πάλι μια κανονική ζωή, να στείλουν τα παιδιά στο σχολείο, να βρουν δουλειά, να στήσουν σπιτικό.’ix

Η μάννα υπερήφανη, η ακατάβλητη, η ηρωική Ελληνίδα μάννα ζωντανεύεται εδώ. Η καρδιά της είναι γεμάτη αγάπη για την Πατρίδα, πιότερη ίσως αγάπη γι’ αυτήν, παρά για το παιδί της. Δεν κλαίει και δεν στενάζει για το χαμό του. Δεν παραπονιέται και δεν αφίνει να της ξεφύγουνε λόγια πικρά. Δακρύζει μόνο για λίγο, μα, γρήγορα βρίσκει και πάλι τον εαυτό της.’x

 

Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν’ οι κάμποι;

Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά;

Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;

Μην είναι τ’ άστρα της τα φωτεινά;

Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι

και κάθε χώρα της με τα χωριά;

κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει,

κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;xi

 

Προσανατολισμός σημαίνει να ξέρωμε σε κάθε στιγμή και οπουδήποτε βρεθούμε σε ποιο μέρος είναι τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα δηλαδή ο Βορράς, ο Νότος, η Ανατολή και η Δύση. Γι’ αυτό χρειάζεται παρά μόνο να βρεις το Βορρά και να στρέψεις στο πρόσωπό σου προς την κατεύθυνσή του, τότε προς τα οπίσω σου θα έχεις τον Νότο, δεξιά την Ανατολή και αριστερά σου τη Δύση. […] Ένας άλλος τρόπος να βρίσκεις το Βορρά είναι το Ιερό των Εκκλησιών μας που βρίσκεται πάντα προς Ανατολάς.’xii

 

Στο Χαϊδάρι των Αθηνών, όπου οι Ανακιώτες έχουν αγοράσει χτήμα για να χτίσουν την καινούργια τους εκκλησιά της Αγίας Μαρίνας, στο χτίριο έχουν τώρα 4 δωμάτια.’xiii

Μετά το Χαϊδάρι, η Ιερά Οδός περνούσε από το σημείο που υπάρχει σήμερα η Μονή Δαφνίου. Εκεί υπήρχε ναός, με κτιστό περίβολο, του θεού Απόλλωνα, στο σηκό του οποίου υπήρχαν αγάλματα του Απόλλωνα και της Αθηνάς. Συνεχίζοντας μετά τη Μονή Δαφνίου προς το Σκαραμαγκά, υπήρχε στα βόρεια υψώματα ιερό της θεάς Αφροδίτης.’xiv ‘Κατά τάς άνασκαφάς επήδησαν από τά χώματα και αγαλμάτια Αφροδίτης και άλλων θεοτήτων, ών έν Φειδιακής ωρισμένως τέχνης και συμπλέγματα τής με την Πειθώ και τόν Έρωτα και περιστέρια ενεπίγραφα και μή, και σύμβολα γεννήσεως, και ρόδια τής ευτεκνίας και βάθρα ενεπίγραφα και βάσεις στύλων και γυνή οδηγούσα νεανίαν, προσφέροντα ανάθημα και κάποιος άλλος νεανίας ακέφαλος, που προσέρχεται μόνος του κρατών τό θυμιατήρι.’xv

Ένα τέταρτο έξω από το Περιστέρι, είναι το νεκροταφείο, όπου είναι ο πάτερ Ισαάκ έμμισθος του Δήμου. Ο πάτερ Ισαάκ είναι από την Καισάρεια.’xvi

 

Κατά την παραλίαν συναντώμεν την πόλιν του σάπωνος Ελευσίνα, κάτ. 2.700. Εις την Ελευσίνα υπάρχουν ονομαστά εργοστάσια σάπωνος και τσιμέντου, προς δε και τα ερείπια του ναού της Δήμητρος και μικρόν μουσείον.’xvii ‘Έχει περίπου 360 σπίτια προσφυγικά, πλινθόκτιστα, με ρυμοτομία, αλλά αχρείαστους δρόμους. Τα σπιτάκια της περιποιημένα. […] Πιο πάνω, προς την άκρη του συνοικισμού είναι το σχολείο, στενό και μακρύ, ισόγειο, με 2 δασκάλους και 2 δασκάλες από τις οποίες η μία Σμυρνιά—οι άλλοι ντόπιοι.’xviii

Ως «νοικοκυριό» θεωρούνται:

α) Δύο ή περισσότερα πρόσωπα (συγγενή ή όχι) που κατοικούν μαζί και τρώγουν κατά κανόνα μαζί (ιδιωτική συμβίωσις)

β) Κάθε πρόσωπον που ζη μόνον του (έστω και αν κατέχη δωμάτιον εις μίαν οικογενειακήν κατοικίαν, αρκεί να φροντίζη μόνον του διά τα γεύματά του, δηλαδή είτε να μαγειρεύη το ίδιο, είτε να τρώγη εις εστιατόριον).xix

Ε λοιπόν, οι Καββαλιστές λέγανε ότι ούτε και για το Θεό δεν ήταν καλό να είναι μόνος του και έτσι από την αρχή, είχε πάρει για συντρόφισσα τη Σεκινά, δηλαδή την ίδια του την παρουσία στην Δημιουργία. Έτσι η Σεκινά έγινε η σύζυγος του Θεού και μετά η μητέρα όλων των λαών. Όταν οι Ρωμαίοι κατάστρεψαν τον Ναό της Ιερουσαλήμ και μεις σκορπίσαμε και γίναμε σκλάβοι,

η Σεκινά θύμωσε, αποσπάστηκε από το Θεό και ήρθε μαζί μας στην εξορία.’ xx

 

Ο άντρας της, ο Αποστόλης, είναι μανάβης πλανόδιος, γυρίζει με γαϊδουράκι στο δρόμο. Μένει πίσω από το νεκροταφείο που πηγαίνει ο δρόμος κατά τη θάλασσα. Έχει μεγάλο σκύλο.’xxi ‘Στη Δραπετσώνα ζει και ο Μύρων Μυρίδης από τη Λιβερά της Ματσούκας. Είναι 80 χρονών και ήταν αγωγιάτης στην πατρίδα του. Άφησε την πατρίδα του στα 1924. Όλοι τον φωνάζουν Όμηρο.’xxii ‘Εδώ στο συνοικισμό των Ποντίων είναι μια Κερασουντιαία. Τη λένε Ιεροζύλη Σιδηροπούλου. «Έχει μανάβικο στο τέρμα των Ποντίων. Και η νύφη της, Σοφία Φωτιάδου είναι Κερασουντιαία. Μένει στην Καλλιθέα και τώρα παραθερίζει στο Μπογιάτι.»’ xxiii

 

Περνούσα καλά στο Λησμονητήριο.

Σαν επιδόρπια θάλασσα η γαλήνη

κι ο αυτοεγκλεισμός

βαρκάκι που κωπηλατείται ανάποδα

–ας λάμνει η κίνηση και θα φανεί

κάποιας ακτής η μνήμη.xxiv

 

Ενώ όλα τα χωριά του Πόντου και της Μ. Ασίας ήρθαν και κονέψανε κάπου στην Ελλάδα ωπωσδήποτε συγκεντρωμένα σ’ ένα ή δυο χωριά ίσως και περισσότερα, μόνο η Ζυγανίτα απετέλεσε εξαίρεση. Πρώτα το 1918 όλο το χωριό από 50 σπίτια σκόρπισε στη Ρωσία. Μετά από κει ζήτημα αν ήρθαν στην Ελλάδα 10-15 οικογένειες. Οι άλλοι χάθηκαν μέσα στη Ρωσία. Πού ζουν κανείς δεν ξέρει. Αλλά κι αυτοί που ήρθαν στην Ελλάδα σκόρπισαν. Λίγοι είναι στον Πειραιά έμαθα.’ xxv

Η Παλιά Κοκκινιά από τη Νέα Κοκκινιά χωρίζεται μ’ ένα ρέμα.’ xxvi

 

Η οδός Ιλοσού που υπάρχει στη Ν. Κοκκινιά ονομάστηκε από τον Γιάννη Αβραμίδη, δημοτικό σύμβουλο του Δήμου Νικαίας, για να δώσει το όνομα της πατρίδας του στο δρόμο που κάθεται ο πατέρας του, ο παπα-Λεόντιος Αβραμίδης.’ xxvii ‘Όταν ήρθαμε να μείνουμε στην Κοκκινιά, πρόσφυγες, δώκαμε στην εκκλησία στον Άγιο Νικόλαο, τα κειμήλια που φέραμε από την πατρίδα… Σ΄ανταπόδοση… βγάλαν κι ένα δρόμο εδώ στην Κοκκινιά, κοντά στο Γυμνάσιο, κοντά στην Οσία Ξένη «Οδός Νέας Δελμησού» για να μείνει τ’ όνομα του χωριού μας.’ xxviii

Μόνον που η ιστορία της Εύας έχει γραφτεί και την ξέρουν όλοι. Ενώ την ιστορία της Λίλιθ τη διηγούνται μόνον,

και έτσι λίγοι είναι αυτοί που τη γνωρίζουν,

την ιστορία ή μάλλον τις ιστορίες, γιατί υπάρχουν πάρα πολλές.’ xxix

 

Το να πιάνεις την πένα και να θέλεις να γράψεις για τη Μακρόνησο, είναι κάπως δύσκολο, κυρίως όταν κλείνεις τα εβδομήντα οχτώ σου χρόνια. […] Κι αυτό γιατί η Μακρόνησος μας άφησε άλλες αναμνήσεις. Μας άφησε βιώματα που δεν ξεκολλούν από το πετσί μας κι η κάθε αναφορά τους ξεφλουδίζει ακόμα τις πληγές.’xxx ‘Ο Μορόσωφ κατήγγειλε τους γονείς του, διότι είχαν σπείρει ολίγον σιτάρι κατά την εποχήν της μεγάλης πείνης, το 1931, δια την συντήρησιν της οικογένειάς των. Την επομένην οι άτυχοι γονείς του νεαρού καταδότου ετυφεκίσθησαν, αλλά και ο Παυλίκ ευρέθη νεκρός.’xxxi ‘…Δεν τους άντεξα γιατί τους φοβήθηκα. Αυτό ήταν και το ξέρω καλά. Τώρα θυμάμαι που έλεγες, ο φόβος του πόνου είναι μεγαλύτερος από την πραγματικότητα του πόνου. Και γιατί δε βρήκα τίποτα το λογικό σ’ αυτούς που να μπορώ να το συλλάβω και να το εξηγήσω με το μυαλό μου. Είδα πώς θέλανε να με κάνουνε κομμάτια και έμοιαζαν σαν κανίβαλοι. Τους είδα να ηδονίζονται την ώρα που σπαρτάραγα.’xxxii ‘Πρόσφατον απόδειξιν του ενδιαφέροντος τούτου υπέρ της νεολαίας αποτελεί η πρωτοφανής χειρονομία της δωρεάν χορηγήσεως των επιστημονικών συγγραμμάτων εις άπαντας ανεξαιρέτως τους σπουδαστάς των Ανωτάτων Σχολών. […] διά την αναγέννησιν του Έθνους μας και συνήρπασε τας νεανικάς ψυχάς διά τον ανηφορικόν δρόμον της αναδημιουργίας της γλυκειάς μας πατρίδος.’ xxxiii

Όι, πατέρα, της εικόνας σου το θάμα

χαμός∙ στο κύμα με σέρνει,

σαν αράχνη μού δένει τα πόδια

ο μαύρος του ονείρου βραχνάς.

Όι μου, όι μου,

μάνα Γη, μάνα Γη, διώξε

το κακό που με ζώνει.

Θεέ κι αφέντη, της γης παιδί.’xxxiv

΄Κι όμως, νιώθω σπίτι μου μόνο επειδή είμαι φιλοξενούμενη. Άλλοι έχουν ρίζες,

περισσότερες ρίζες, και με φιλοξενούν.

Είμαι ευγνώμων στους γονείς μου που δεν μου άφησαν γη, απολάβω έτσι μιας άλλης που δεν ήταν εξ αρχής δική μου, καθόλου δική μου, ακόμη κι αν είμαι νομίμως ιδιοκτήτριά της.’xxxv

ξαπλώνω στα ξερά χορτάρια του λόφου του αγίου παντελεήμονα· από κάτω απλώνεται η πόλη∙ […] στρέφω το βλέμμα μου στον κάμπο, τα χωριά και τα βουνά στην άκρη του ορίζοντα. […]

σηκώνομαι∙

δίπλα μου είναι η μικρή πέτρινη εκκλησία και ο τεράστιος τσιμεντένιος σταυρός—κληρονομιά της εποχής του μητροπολίτη καντιώτη∙ στη βάση του είναι γραμμένη με μπλε σπρέι η λέξη «ελλάς» και λίγο πιο κάτω με κόκκινο σπρέι «ούτε θεός ούτε αφέντης»·

κατηφορίζω προς το ποτάμι∙ […]’xxxvi

 

 

κατά τη δύση διαρκώς αναδυόμενη

iπηγές

Darwish, Mahmoud (2008) ‘Who Am I, Without Exile?’ από το The Butterfly’s Burden. Μετάφραση: Fady Joudah. Copper Canyon Press. Ανακτήθηκε από την ιστοσελίδα http://thepoetryfoundation.org,. τελ. επίσκεψη 23.02.2016.

ii Αισχύλου Ικέτιδες (2005). Μετάφραση: Κ. Χ. Μύρης. Αθήνα: Πατάκη. Στίχοι 1-10, σελ. 39.

iii ό.π., στίχοι 140-143, σελ. 47.

iv Ντυράς, Μαργκερίτ (1996). Τελεία και παύλα. Μετάφραση: Ευρυδίκη Τρισόν-Μιλσανή. Αθήνα: Εξάντας, 52.

v Ζερβού, Κατίνα (2006). Τα Βρικολούνια. Αθήνα: Το Ροδακιό, 90.

vi Αισχύλου Ικέτιδες (2005), στίχοι 538-546, σελ. 75.

vii Λιανός, Σπύρος. 30.9.63, στην Ι. Λουκοπούλου. Φάκελος ‘Ιωνία’, Αρ. 69 του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (Κ.Μ.Σ.) Περιφέρεια Σμύρνης, Οικισμός Βουρλά.

viii Σεφέρης, Γιώργος (1994). ‘Μυθιστόρημα’ στο Ποιήματα. Αθήνα: Ίκαρος, Δέκατη όγδοη έκδοση, 46-47.

ix Τζαχίλη, Ίρις (2012) Μπαϊντίρι 1922. Μια ιστορία απώλειας. Βόλος: Εκδόσεις Κοντύλι, 165.

x Μοναστηριώτη, Δ. (χωρίς χρονολογία έκδοσης) ‘Μέρα γιορτής’ στο Τα παιδιά κάνουν θέατρο. Θεατρικά σκίτσα για σχολικές γιορτές. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ν. Αλικιώτη, 13. Αρχείο Μηλιώς Ψαρρού-Μαραγκουδάκη.

xi Πολέμης, Ιωάννης (1935) ‘Τι είναι η πατρίδα μας;’. Ιστοσελίδα Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ανακτήθηκε από http://users.uoa.gr, τελ. επίσκεψη 23.05.2015.

xii (1945). Αι πρώται γνώσεις. Πώς θα γίνης πρόσκοπος Τρίτης Τάξεως. Σώμα Ελλήνων Προσκόπων. Σελ. 58, 60.

xiii Ορφανίδου, Βικτωρία. 20.6.1962, στον Θ. Κωστάκη. Φάκελος ‘Σημερινή Εγκατάσταση, Αθήνα & Συνοικισμοί’, Αρ. 34 του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης Κ.Μ.Σ. Συνοικισμός Χαϊδαρίου.

xiv Ιστορία της Ιεράς Οδού. Ανακτήθηκε από https://ieraodos.wordpress.com, τελ. επίσκεψη 24.02.2016.

xv Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας 1936 στο ‘Ιερό Αφροδίτης στο Σκαραμαγκά, Ιστορική Αναδρομή, Δήμος Χαϊδαρίου’. Ανακτήθηκε από http://www.haidari.gr, τελ. επίσκεψη 24.2.2016

xvi Παξιμαδάς, Γρ. 1968, στον Δ. Λουκόπουλο. Φάκελος ‘Σημερινή Εγκατάσταση, Αθήνα & Συνοικισμοί’, Αρ. 34 του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης Κ.Μ.Σ. Συνοικισμός Περιστερίου.

xvii Έκδοση πολιτικής γεωγραφίας, πιθανότατα προπολεμικό. Διασώζεται τμήμα της έκδοσης, χωρίς άλλα στοιχεία. Σελ. 17. Αρχείο Μηλιώς Ψαρρού-Μαραγκουδάκη.

xviii Θ. Κωστάκης. Συνεργάτης Κ.Μ.Σ. Φάκελος ‘Σημερινή Εγκατάσταση, Αθήνα & Συνοικισμοί’ Αρ. 34 του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης Κ.Μ.Σ. Συνοικισμός Ελευσίνας.

xix Απογραφή Πληθυσμού και Κατοίκων της 19ης Μαρτίου 1961. Δελτίον Απογραφής Νοικοκυριού. Αρχείο Μηλιώς Ψαρρού-Μαραγκουδάκη.

xx Λέβι, Πρίμο. (1992) Λίλιθ. Μετάφραση Σάρα Μπενβενίστε. Αθήνα: Ροδαμός, 31.

xxi Μιστιλλοπούλου, Δέσποινα στη Σ. Δονδολίνου. Φάκελος ‘Σημερινή Εγκατάσταση, Αθήνα & Συνοικισμοί’ Αρ. 34 του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης Κ.Μ.Σ. Συνοικισμός Ν. Ευγένειας Πειραιά.

xxii Δονδολίδου, Σοφία. 19.6.1958. Συνεργάτης Κ.Μ.Σ. Φάκελος ‘Σημερινή Εγκατάσταση, Αθήνα & Συνοικισμοί’ Αρ. 34 του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης Κ.Μ.Σ. Συνοικισμός Δραπετσώνας.

xxiii Αμανατίδου, Σημέλα. 17.7.1962 στη Σ. Δονδολίνου. Φάκελος ‘Σημερινή Εγκατάσταση, Αθήνα & Συνοικισμοί’ Αρ. 34 του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης Κ.Μ.Σ. Συνοικισμός Νίκαιας.

xxiv Δημουλά, Κική (2005) ‘Και το Άλλο Που’ στο Ποιήματα. Αθήνα: Ίκαρος. Έκτη έκδοση, 363.

xxv Νικολαϊδου, Αναστασία. 16.12.1959, στον Αλ. Ιωακειμίδη. Φάκελος ‘Σημερινή Εγκατάσταση, Αθήνα & Συνοικισμοί’ Αρ. 34 του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης Κ.Μ.Σ. Συνοικισμός Πειραιά.

xxvi Δονδολίνου, Σοφία. 22.11.1957. Συνεργάτης Κ.Μ.Σ. Φάκελος ‘Σημερινή Εγκατάσταση, Αθήνα & Συνοικισμοί’ Αρ. 34 του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης Κ.Μ.Σ. Συνοικισμός Νίκαιας.

xxvii ό.π.

xxviii Ωκεανίδης, Ιωακείμ στον Μπ. Νικηφορίδη. Φάκελος ‘Σημερινή Εγκατάσταση, Αθήνα & Συνοικισμοί’ Αρ. 34 του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης Κ.Μ.Σ. Συνοικισμός Νίκαιας.

xxix Λέβι (1992)33.

xxx Γαβριηλίδου, Νίτσα (2004) Μακρόνησος-Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες. Αθήνα, 15-16.

xxxi Ομιλία Δημ. Σχολείου ‘Η νεολαία και ο κομμουνισμός’ κατά την περίοδο της Χούντας. Αρχείο Μηλιώς Ψαρρού-Μαραγκουδάκη.

xxxii Αρσένη, Κίττυ (1975) Μπουμπουλίνας 18. Αθήνα: Θεμέλιο, 71-72.

xxxiii Ομιλία Δημ. Σχολείου ό.π.

xxxiv Αισχύλου Ικέτιδες (2005), στίχοι 885-892, σελ. 101.

xxxv Κασσέν, Μπαρμπαρά (2015). Η Νοσταλγία. Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του; Μετάφραση: Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου. Αθήνα: Μελάνι, 27.

xxxvi Κωσταρής, Γιάννης (2013) μικρές ιστορίες πατριδογνωσίας—τόποι, άνθρωποι και μάλλον ασήμαντα γεγονότα δημιουργούν ένα νέο χάρτη χωρίς να αναζητούν καμιά πατρίδα. Αθήνα: Φωταγωγός. 11 φλώρινα –λόφος.