ορφεας απεργης

Η Νίκαια ως αντίστροφη αναγνώριση

[possible but unfruitful to translate due to excessive wordplay]

Πάμε πια συχνά στις λέξεις για να ορίσουμε αυτό που πρέπει και θέλουμε να σκεφτούμε. Πρέπει και θέλουμε να περιπλανηθούμε, να μην ξυπνάμε πρωί-πρωί στα ίδια, όμως η επανάληψη χωροθετημένων κινήσεων μιας χωρογραφίας της βιοτικής μας ανάγκης δεν επιτρέπει την ουσίᾳ περιπλάνηση, παρεκτός ως καλλιτεχνική, άρα πλαστή, συμπεριφορά. Δηλαδή η περιπλάνηση δεν προκύπτει ως ανάγκη, δεν είμαστε ενδιαφερόμενοι της ανάγκης, είμαστε ενδιαφερόμενοι της θεωρίας της ανάγκης. Το λέω αυτό για ανθρώπους όπως εμείς εδώ τώρα, εδώ και χρόνια, που συμμετέχουμε σε εκθέσεις καλλιτεχνίας θεωρητικοποιώντας την ανάγκη. Και να νιώθουμε ή να έχουμε την ανάγκη, όταν καλούμαστε να την εκθέσουμε υπό καλλιτεχνική επιμέλεια τη θεωρητικοποιούμε, δηλαδή την ποιούμε θεωρητικά, την «παριστάνουμε».

Συμμετέχω εδώ θα πει παριστάνω τον εν ανάγκῃ είτε διατελώ είτε όχι εν τῃ ανάγκῃ αυτῂ. Όθεν προκύπτει και η καταφυγή στις λέξεις, δηλαδή στα σημαίνοντα, αυτά που είναι το καταφύγιο που φθονούμε αλλά και που διαθέτουμε ελλείψει ανάγκης, δηλαδή μη αναγκαστικά. Για παράδειγμα όταν καλούμαι – προσοχή καλούμαι, πρόκειται περί προσκλήσεως – να γράψω για έναν χώρο στη Νίκαια που αποτελεί γενέθλιο τόπο (πιθανόν) των επιμελητών μιας εκθέσεως, καλούμαι να συνδέσω τις απολήξεις μου με κάτι που δε μου δόθηκε παρά ως πρόσκληση, όχι δηλαδή με τον άλλο τρόπο, τον «απάνω τρόπο», δεν μου δόθηκε έτσι, αλλά αντίθετα εντέλλομαι να το κάνω να με αφορά.

Οπότε ρωτά κανείς πρώτον, γιατί να ανταποκριθείς σε τέτοια εντεταλμένη κλήση; Και δεύτερον, με τι μέσα; Αρχίζοντας αντιστρόφως, τα ευρισκόμενα μέσα συνηγορούν εδώ υπέρ της λήψης και διαβίβασης της εντολής, υπέρ της αποδοχής της προκλήσεως. Δηλαδή, τα μέσα αγιάζουν το σκοπό. Επειδή η συναισθηματική προσήλωση είναι φευγαλέα και σίγουρα όχι εύκολη, όχι προϊόν εντολής, η προσομοίωσή της, μια οιονεί προσήλωση, δηλαδή μια τῳ όντι προσήλωση αντί της αρχικής εκείνης ιερότατης ηλώσεως, με άλλα λόγια ένα κάρφωμα του βλέμματος, αντί για κάρφωμα του σώματος, μια διασταύρωση (με τη Νίκαια εν προκειμένῳ) αντί της αρχικής και πρότυπης σταύρωσης, μια τέτοια λοιπόν προσέγγιση αντί της εγγίσεως, μια ματιά που εντέλλεται αντί των ματιών που διαστέλλονται (και μένουν εντελλόμενα), μια τέτοια κατάσταση αντί της αρχικής στάσεως μού ασκεί γοητεία λόγω των μέσων που απαιτεί για να τη φέρω εις πέρας.

Το μέσον είναι οι λέξεις, όπως είπα εξαρχής, και αυτές είναι που προξενεύουν τη συγκίνηση. Δεν έχω συγκίνηση για τη Νίκαια, οπότε χρησιμοποιώ τη Νίκαια ως λέξη, ως σημαίνον μαζί με άλλα πολλά σημαίνοντα, άλυσος πραγματική του συμβολικού, η οποία μπορεί, το προσπαθώ και το πασχίζω, να με φτάσει ως τη συγκίνηση ενός σημαινόμενου (Νίκαια), εν παρενθέσει το σημαινόμενο γιατί σίγουρα δεν αντιστοιχεί στα φωνήματα του «Νίκαια» αλλά σε σειρά σωματικών φωνημάτων μιας άλλης ηλικίας και ηλώσεως του ανθρώπου. Ο άνθρωπος αυτός, φερ’ ειπείν ο που μεγάλωσε κι ανδρώθηκε, ούτως ειπείν, στη Νίκαια, άλλα καταλαβαίνει από ό,τι εγώ, ο οποίος εγώ δεν καταλαβαίνω, δηλαδή δεν καταλαμβάνω χώρο με το σώμα μου εντός της Νίκαιας αυτής, αλλά καταλαμβάνω χώρο μέσα στην επικράτεια (και επικράτηση) του συμβολικού, αδέξια πολύ αδέξια, με άλλα λόγια προσεταιρίζομαι λέξεις του πεδίου «Νίκαια» αντί να κάνω που λέει ο λόγος φιλαράκια και να βγούμε να φάμε σε ένα εστιατόριο εξωτικών γεύσεων, μικροασιατικό, μιξοτουρκικό, δε θυμάμαι, γιατί για μένα που είμαι ξένος στη Νίκαια, όπως τη λέω δε γεμίζει το στόμα μου και άρα δε θυμάμαι το μέρος που με πήγανε μετά την κατόπτευση του χώρου όπου προετοιμάζεται η έκθεση, έκθεση κατά το πρότυπο του salon αιώνων προηγουμένων.

Το καταφύγιο που φθονώ κι αναδέχομαι ελλείψει σωματικής ανάγκης Νίκαιας, ελλείψει Νίκαιας ενσώματου, είναι η ασώματος κεφαλή, ο ήρως των ημερών, η ασώματος κεφαλή που πάντα επιστέφει αντί να επιστρέφει, επιστέφει τον ορυμαγδό.

Ο ορυμαγδός είναι η επικράτεια των σημαινόντων, σημαινομένων μαινομένων, κι αυτή η μανία που ορίζει ο ορυμαγδός, αυτός ο λάγνος διονυσιασμός είναι το άσμα, το canto αντί για το «κάν’το», δηλαδή αντί να κάνω cano, αντί να γεννώ ποιώ, αντί να είμαι λέω. Κι όμως το μέσον ασκεί γοητεία, όπως το κρασί ασκεί γοητεία που κανένα αμπέλι και καμιά άμπελος και καμιά πλαγιά και καμιά γειτονιά και γειτονία δεν μπορεί να ασκήσει. Μέρος της γοητείας αυτής είναι, ακρυβώς, το ότι ασκείται. Ενώ μια γειτονιά δεν ασκεί, είναι, η αναπαράσταση, το σημαίνον της γειτονιάς δεν είναι, παρά μόνον ασκεί. Η ασκούμενη γοητεία συνίσταται στη γοητευτική άσκηση, ο όρος «γοητευτική άσκηση» είναι νομίζω, μάλιστα, πλεοναστικός, καθ’ ότι – από τη δική μου πλέον αστική σκοπιά – κάθε άσκηση είναι γοητευτική.

Για το λόγο αυτό ανταποκρίνεται κανείς στην εντολή, στην εντεταλμένη κλήση που υποκαθιστά την κλίση, ή ίσως θα ήταν καλύτερα να πει κανείς ότι πολλοί έχουμε πλέον κλίση στις κλήσεις. Μας αρέσουνε οι λέξεις γιατί έτσι αποφεύγουμε καλύτερα, ας πούμε παστρικότερα, τις έξεις. Οι λέξεις ασηπτικώς πώς, μας προστατεύουνε. Τι δουλειά έχω εγώ να ζήσω αφού μπορώ να παίζω; – και μάλιστα να παίζω το παιχνίδι της παιδωμής, το παιχνίδι του αβασάνιστου βασανιστή, το παιχνίδι αυτού που ασκεί ασκούμενος, ένας ασκητής του πνεύματος του ορθογραφικού, όπου η ανάσα υποκαθίσταται από το πνεύμα της, δασεία ή ψιλή.

Η άσκηση πλέον με γοητεύει, αφού προστατεύει από την αποτυχία, την καταβαράθρωση, το σύρσιμο του πληγωμένου σώματος μέχρι την πηγή. «Μην ανησυχείτε, πρόκειται για άσκηση» σου λένε για να μην τρομάξεις νομίζοντας πως κινδυνεύει το σώμα σου, δηλαδή πως κινδυνεύεις να ζήσεις, να ζήσει το σώμα σου πάνω τα σημάδια που δεν γράφονται αλλά εγγράφονται, που κεντάει πάνω στο σώμα το πραγματικό.

Η Νίκαια δεν έχει για μένα πραγματικό, δεν έχω όρεξη, στο βαθμό που η όρεξη είναι σύμπτωμα σωματικό, να καταπιαστώ με κάτι που έχει πρώτο αυτό προλάβει να καταπιαστεί με μένα. Αυτή είναι και η γοητεία της ασκήσεως, το ότι εγώ την εκκινώ, εγώ την εισάγω και άρα δεν αισθάνομαι παρείσακτος, εγώ την εγκαινιάζω και άρα δεν αισθάνομαι καινός, δηλαδή καινούριος, παρά αισθάνομαι παλαιός, σαν κρασί που παλαιώθηκε μες στο μπουκάλι του – μποτίλια στο πέλαγος – και ξεπέρασε κατά πολύ την άμπελό του.

Η Νίκαια δεν είναι για μένα αμπέλια, όπως είχε (ή δεν είχε), δεν είναι colorito – χρώμα πυκνό ασχεδίαστο που πλέει μέσα του η μνήμη ενός παιδιού χωρίς ούτε ίχνος ειρωνείας – η Νίκαια δεν είναι σύμπτωμα που κάνει το σώμα μου (ή του) να πονεί, η Νίκαια δηλαδή δεν είναι για μένα, παρά μόνο σημαίνει, ση-μένον ον και σεσημασμένο.

Η Νίκαια, καθ’ όσον μόνο σημαίνει, σημαίνει επομένως όχι το colorito αλλά το disegno, το σχέδιο, το μέγα σχέδιο το γεμάτο ειρωνεία, αυτό που δεν ανήκει καθόλου σε ένα παιδί, αυτό που δεν ανήκει παρά μόνο το έχουνε, αυτό που έχει αλλά δεν είναι, δηλαδή το αντίθετο της φύσης του σώματος – αυτό που έχει χαρακτηριστικά, αλλά δεν είναι φύση και ουσία, αυτό που έχει χαρακτηριστικά αλλά δεν έχει γνωρίσματα, γιατί το γνώρισμα σημαίνει ότι έβαλες μέσα και όλο σου το σώμα.

Άρα δεν τη γνωρίζω τη Νίκαια, αλλά μπορώ και τη χαρακτηρίζω, που σημαίνει τη γνωρίζω από την όψη και όχι από την κόψη και έτσι διασταυρώνομαι μαζί της, σαν να λέμε «τι σύμπτωση», δηλαδή η Νίκαια είναι για μένα σύμπτωση αντί να είναι σύμπτωμα, κι έτσι εγώ μένω με το κρασάκι μου, είμαι το κρασάκι μου το άκρατο και κραταιός φωνά-ζω: «Ιδού εγώ», όπως

είπε ο Αβράμης όταν το κάλεσε ο θεός του, ο παλαιός των ημερών, τι είπε όταν του φώναξε «Αβράμ», είπε «Ιδού εγώ»i, κι αυτή η φράση και αυτή η σκηνή η ελλειπτική πόσο βάθος έχει, πόση έλλειψη χαρακτηριστικών, πόσο γνώρισμα κρύφιο έχει, πόσο παρασκήνιο. «Κατάφορτη με παρασκήνιο και σκοτάδι», είναι, και γέμει, πλήρης, όπως γεμίζει το μπουκάλι με κρασί, ενώ αντίθετα η άμπελος τίποτα δε γεμίζει, «ιδού εγώ» σημαίνει ότι ο λόγος είναι πολύ βαθύτερος του πραγματικού και παίρνει την εκδίκησή του, γιατί οι λέξεις της γοητευτικής ασκήσεώς μου είναι γλιστερές και φειδωλές, δε λένε ποτέ όσα το πραγματικό θα ήθελε να πούνε και να κάνουνε.

Γι’ αυτό λέω καλύτερα που έχω το σημαίνον Νίκαια, μπορώ να το κάνω ό,τι θέλω έτσι φτωχό που είναι, άχρωμο, αδρά σχεδιασμένο. Αυτή η αδρότητα, το αδρό του αδιοράτου, είναι που μου επιτρέπει να εισχωρώ και να φαντάζομαι χιλιάδες μακάριες επιστροφές. Το σημαινόμενο σάς το αφήνω, είναι πολύ σαφές και νιώθεται, είναι πεζό και βάρβαρο, είναι τύπος, είναι σχηματικό, είναι της μικρής μορφής, της φόρμας, όπως ακρυβώς «ο τύπος των ήλων», ενώ απ’ την άλλη, ω απ’ την άλλη,

είναι το ασχημάτιστο βασίλειο του λόγου, του μεγάλου σχεδίου, εις το διηνεκές διαμορφούμενο, η επικράτεια της μεγάλης μορφής, όχι της φόρμας, που επιτρέπει τη συγκίνηση γιατί δεν την ορίζει με σαφήνεια, γιατί την αφήνει να εν-νοηθεί. Αυτό το νοητό μετατρέπει το (si μένον) Νίκαια σε καλούπι, σε μήτρα και μητέρα αντί για πατρίδα.

Αν ήτανε η πατρίδα μου δεν θα ήτανε η μήτρα μου, λέω.

Κι αυτή είναι τελειωτικά η αντιστροφή της αναγνώρισης. Αντί να γυρίζεις στην πατρίδα σου και να σε αναγνωρίζει η παραμάνα σου, η Ευρύκλεια ας πούμε, μέσα σε σωματική ένδεια, δηλαδή μέσα στην πλήρη σαφήνεια ενός παιδικού τραύματος, μιας ουλής στο μηρόii, αντί για μια καθαρή τέτοια φόρμουλα επιστροφής και αναγνώρισης, τι σου δίνει ο λόγος;

Σου δίνει γυρισμό σε μια Νίκαια που εσύ μόνο αναγνωρίζεις μέσα στην ασαφή πληρότητα, την πληρότητα της ασάφειας, μια Νίκαια που ως πλήρες σημαίνον είναι μόνο καλούπι, άρα πλήρης μορφή, όπως εσύ τη θέλεις, χωρίς γνωρίσματα παρά μόνο με χαρακτηριστικά που εσύ δια του λόγου σου, του σχεδιαστικού, θα της δώσεις, σα να σε καλέσανε να πας εκεί, κι εσύ είπες «ιδού εγώ, θεέ μου», κι ήσουνα ελεύθερος, εντελώς ελεύθερος και κατάφορτος, πληρέστατος με βαθύ παρασκήνιο κι ελεύθερος μες στο συμβολικό σου.

Μπορεί τέτοιο θαύμα αυτός που γνώρισε πραγματικά τη Νίκαια; Μπορεί να παραλείψει τόσα κι έτσι να στέκει ελεύθερος;

Μπορεί ο που τη γνώρισε σαν πατρίδα να φτιάξει τέτοια μήτρα;

Μπορεί να γίνει τέτοια άρση της αναγνώρισης και τέτοια αντιστροφή της, αν την έζησες τη Νίκαια; Μπορεί να γίνει να γνωρίσεις τη Νίκαια ανά και ανά, σύμφωνα με το σχέδιό σου (ανά τετράγωνο, ανά φώνημα, ανά λήμμα, ανά σκέψη), αν αυτή – μητριά πατρίδα – σού έχει επιβάλει εξαρχής το γενετήσιο σχέδιό της, το βαθύχροο;

Μπορεί αυτός που γυρίζει σπίτι του στη Νίκαια με την ουλή του, να πει απαθής απαθέστατος και άρα πολύ παθητικ(ό/ώ)ς:

Ήτανε ναϊάς, θυγατέρα του ποτάμιου θεού Σαγγάριου και της Κυβέλης. Αν και ωραιότατη, απεχθανότανε τον έρωτα και αγαπούσε μόνο το κυνήγι. Όταν κάποτε ο βοσκός απ’ τη Φρυγία, ο Ύμνος, την ερωτεύτηκε, η Νίκαια όχι μόνο απέκρουσε τον έρωτά του αλλά και τον εσκότωσε για να μη την ενοχλεί. Οργισμένος ο Έρωτας ενέπνευσε στο θεό Διόνυσο σφοδρό πόθο για την κόρη. Η Νίκαια και το θεό τον ίδιο τον απέκρουσε, κι αυτός για να την κατακτήσει την εμέθυσε, «μεταβαλών εις οίνον το ύδωρ πηγής τινός». Από την ένωσή τους γεννήθηκε η Τελετή κι η Νίκαια που ήθελε στην αρχή ν’ αυτοκτονήσει, φίλιωσε τελικά με το Διόνυσο και κάμανε κι άλλο παιδί, το Σάτυρο, και προς τιμήν της ίδρυσε ο Διόνυσος και την πόλη,

τη Νίκαια;iii

Μπορεί να γίνει τέτοια νέα ανάγκη, παθητική;
Εν τούτῳ Νίκαια (το νυν Ιζνίκ και Κοκκινιά).